Introduction
This text has been digitally edited by Oliver Donath and revised by Holger Essler as part of the Project Encode .
DCLP transcription: 64853 [xml]
folio 1Imaged 2015 by [unidentified responsible individual]
† ἐν ὀνόματι τοῦ π(ατ)ρ(ὸ)ς κ(αὶ) τοῦ υ(ἱο)ῦ κ(αὶ) τοῦ ἁγίου πν(εύματο)ς
ὁ κατοικο͂ν(*) ἐν βοηθείᾳ τοῦ ὑψίστου
ἐν σκέπῃ τοῦ κ(υρίο)υ τοῦ οὐρανοῦ αὐλῆσθαι(*)
† ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ λόγος καὶ ὁ λόγος ἦν πρ(ὸς)
5τὸν <θεὸν> κ(αὶ) θ(εὸ)ς ἦν ὁ λόγος οὗτος ἦν ἐν ἀρχῇ
πρὸς τὸν θ(εό)ν.
† βίβλος γεννεσ̣σενς(*) Ἰ(ησο)ῦ Χ(ριστο)ῦ υ(ἱο)ῦ Δα(υὶ)δ υ(ἱο)ῦ Ἀβρ(αάμ)
† ἀρχὴ τοῦ εὐαγγελίου Υισοῦ(*) X(ριστο)ῦ υ(ἱο)ῦ τοῦ θ(εο)ῦ
† ἐπειδήπερ πολλοὶ ἐπεχείρισαν(*)
10ἀναδ̣έ̣ξασθαι(*) διή̣γ̣ι̣σ̣ι̣ν̣(*)
† κ(ύριο)ς ἐμοὶ βοηθὸς κ(αὶ) οὐ φοβηθήσο-
μαι τί πηοίσει(*) μοι ἄν(θρωπ)ος
† κ(ύριο)ς ἐμοὶ βοηθὸς κἀγὼ ἐπόψομαι
τοὺς ἐκθρούς(*) μου ((filler))
15† κ(ύριο)ς στερόο̣μά(*) μου κ(αὶ) καταφυγή μ[ου]
κ(αὶ) ῥύστης μου ―
† περιῦγεν(*) ὁ κ(ύριο)ς Ἰ(ησοῦ)ς ὅλην τὴν Γαλ<ι>λείαν
διδάσκον(*) ἐν ταῖς συναγωγε͂ς(*) αὐτο͂ν(*)
κ(αὶ) κυρήσον(*) τὸ εὐαγγέλειον(*) τῆς βασιλεί(ας)
20κ(αὶ) θεραπεύον(*) πᾶσαν νόσον καὶ πᾶσαν μαλακία(ν)
† τὸ σῶμα κ(αὶ) τὸ δ̣έ̣μα(*) τοῦ X(ριστο)ῦ φεῖσαι τοῦ δού-
λου σου τὸν φοροῦντα(*) τὸ φυλακτήριον
τοῦτο ἀμὴν ἀλληλούϊα † α † ω †
^ 1.2. l. κατοικῶν
^ 1.3. l. αὐλισθήσεται (corr)
^ 1.7. l. γενέσεως (corr)
^ 1.8. l. Ἰησοῦ
^ 1.9. l. ἐπεχείρησαν
^ 1.10. l. ἀνατάξασθαι
^ 1.10. l. διή̣γησιν
^ 1.12. l. ποιήσει (corr)
^ 1.14. l. ἐχθρούς
^ 1.15. l. στερέωμά (corr)
^ 1.17. l. περιῆγεν
^ 1.18. l. διδάσκων
^ 1.18. l. συναγωγαῖς
^ 1.18. l. αὐτῶν
^ 1.19. l. κηρύσσων (corr)
^ 1.19. l. εὐαγγέλιον
^ 1.20. l. θεραπεύων
^ 1.21. l. αἷμα (corr)
^ 1.22. l. τοῦ φοροῦντος (corr)
† ἐν ὀνόματι τοῦ π(ατ)ρ(ὸ)ς κ(αὶ) τοῦ υ(ἱο)ῦ κ(αὶ) τοῦ ἁγίου πν(εύματο)ς
ὁ κατοικο͂ν(*) ἐν βοηθείᾳ τοῦ ὑψίστου
ἐν σκέπῃ τοῦ κ(υρίο)υ τοῦ οὐρανοῦ αὐλῆσθαι(*)
† ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ λόγος καὶ ὁ λόγος ἦν πρ(ὸς)
5τὸν <θεὸν> κ(αὶ) θ(εὸ)ς ἦν ὁ λόγος οὗτος ἦν ἐν ἀρχῇ
πρὸς τὸν θ(εό)ν.
† βίβλος γεννεσ̣σενς(*) Ἰ(ησο)ῦ Χ(ριστο)ῦ υ(ἱο)ῦ Δα(υὶ)δ υ(ἱο)ῦ Ἀβρ(αάμ)
† ἀρχὴ τοῦ εὐαγγελίου Υισοῦ(*) X(ριστο)ῦ υ(ἱο)ῦ τοῦ θ(εο)ῦ
† ἐπειδήπερ πολλοὶ ἐπεχείρισαν(*)
10ἀναδ̣έ̣ξασθαι(*) διή̣γ̣ι̣σ̣ι̣ν̣(*)
† κ(ύριο)ς ἐμοὶ βοηθὸς κ(αὶ) οὐ φοβηθήσο-
μαι τί πηοίσει(*) μοι ἄν(θρωπ)ος
† κ(ύριο)ς ἐμοὶ βοηθὸς κἀγὼ ἐπόψομαι
τοὺς ἐκθρούς(*) μου ((filler))
15† κ(ύριο)ς στερόο̣μά(*) μου κ(αὶ) καταφυγή μ[ου]
κ(αὶ) ῥύστης μου ―
† περιῦγεν(*) ὁ κ(ύριο)ς Ἰ(ησοῦ)ς ὅλην τὴν Γαλ<ι>λείαν
διδάσκον(*) ἐν ταῖς συναγωγε͂ς(*) αὐτο͂ν(*)
κ(αὶ) κυρήσον(*) τὸ εὐαγγέλειον(*) τῆς βασιλεί(ας)
20κ(αὶ) θεραπεύον(*) πᾶσαν νόσον καὶ πᾶσαν μαλακία(ν)
† τὸ σῶμα κ(αὶ) τὸ δ̣έ̣μα(*) τοῦ X(ριστο)ῦ φεῖσαι τοῦ δού-
λου σου τὸν φοροῦντα(*) τὸ φυλακτήριον
τοῦτο ἀμὴν ἀλληλούϊα † α † ω †
Apparatus
^ 1.2. l. κατοικῶν
^ 1.3. l. αὐλισθήσεται (corr)
^ 1.7. l. γενέσεως (corr)
^ 1.8. l. Ἰησοῦ
^ 1.9. l. ἐπεχείρησαν
^ 1.10. l. ἀνατάξασθαι
^ 1.10. l. διή̣γησιν
^ 1.12. l. ποιήσει (corr)
^ 1.14. l. ἐχθρούς
^ 1.15. l. στερέωμά (corr)
^ 1.17. l. περιῆγεν
^ 1.18. l. διδάσκων
^ 1.18. l. συναγωγαῖς
^ 1.18. l. αὐτῶν
^ 1.19. l. κηρύσσων (corr)
^ 1.19. l. εὐαγγέλιον
^ 1.20. l. θεραπεύων
^ 1.21. l. αἷμα (corr)
^ 1.22. l. τοῦ φοροῦντος (corr)
Editorial History; All History; (detailed)
© Duke Databank of Documentary Papyri. This work is licensed under a Creative Commons Attribution 3.0 License.