1. l. ἐντάγιον 1. l. Δίδυμο(ν) 5. l. λογίζομαι
|
5. μ[έ]τρ(ῳ) ἰφ(ίῳ)(*) κρ(ιθῆς) (ἀρτάβας) ιδ [] καὶ εἰς σὴν ἀσφάλε̣αν ἐξέδωκα τὸ ἐντάγιον ὡς πρόκ(ειται). τὸ προκεί- 6. μενον ξενοδοχῖον τοῦ ἁγίου τόπου Ἄπα
7. τὸ ἐντάγι(ον(?)) ὡς πρόκ(ειται). ἐγρ(άφη) Μεσορὴ ἰ(*)νδ(ικτίονος) ἑβδόμης {ἰ(*)νδ(ικτίονος)} ((unintelligible)) γ̣ι̣ (ἀρταβ) ιδ ( )
|
ἀσφάλειαν πεποίημαι τοῦτ[ο τὸ ἐν-] 6. τάγι(ον) ἐφʼ ὑπογρ(αφῆς) ἐμῆς, ὡς πρόκ(ειται). Μεχεὶρ ιγ τῆς ιδ ἰνδικ(τίονος).
ὁ προκ(είμενος) στο[ι(χεῖ)][ μοι τὸ ἐντά-] 7. γιον ὡς πρόκ(ειται). ―
|